dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μοχθώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angestrengt arbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)